του Ανδρέα Κ.
θεολόγου - πρωτοψάλτου
«Ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζει τὸ πνεῦμά μου πρὸς Σὲ ὁ Θεὸς
διότι φῶς τὰ προστάγματά σου ἐπὶ τῆς γῆς».
«Ἰδού, ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός, καὶ μακάριος ὁ δοῦλος, ὅν εὑρήσει γρηγορούντα. Ἀνάξιος δὲ πάλιν ὅν εὑρήσει ῥαθυμούντα. Βλέπε οὖν, ψυχὴ μου, μὴ τῷ ὕπνῳ κατενεχθῆς, ἵνα μὴ τῷ θανάτῳ παραδοθῆς καὶ τῆς βασιλείας ἔξω κλεισθῆς. Ἀλλὰ ἀνάνηψον κράζουσα· Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος εἶ ὁ Θεὸς ἡμῶν, διὰ τῆς Θεοτόκου ἐλέησον ἡμᾶς».
Κάθε Χριστιανός, εἴτε
κληρικὸς, εἴτε λαϊκός, ὀφείλει νὰ προσεύχεται πάντοτε κατὰ τὸ ὑπὸ τοῦ Κυρίου
λεγόμενο «γρηγορεῖτε καὶ προσεύχεσθε...» (Μάρκ. Ιδ΄ 38), καὶ ὅπως ὁ Ἀπόστολος
Παῦλος λέγει: «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε, ἐν παντὶ εὐχαριστεῖτε» (Α΄ Θεσσαλ. ε΄
17, 18). Αὐτὸ ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν καθορισθεῖσα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας ἡμερονύκτια
προσευχὴ ἡ ὁποία ξεκινὰ μὲ τὸν ἐσπερινὸ τῆς μιᾶς ἡμέρας καὶ λήγει τὴν ἑπομένη μὲ
τὴν ἀπόλυση τῆς Θ΄ Ὥρας τῆς ἰδίας ἡμέρας, ἡ ὁποία κατὰ τὸ Τυπικὸν τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας
εἶναι ἡ σφραγὶς τῆς ἥδη ἐκκλησιαστικῶς ληγούσης ἡμέρας.
Ἕπεται ἡ ἀκολουθία τοῦ
Ὄρθρου στὸν ὁποῖο ἐπισυνάπτεται ἡ Α΄ Ὥρα, καὶ ἀποτελεῖ τὸ διαρρέον διάστημα ἀπὸ
τῆς βαθείας σχεδὸν χαραυγῆς «ὄρθρου βαθέως» μέχρι καὶ τὸ διάστημα πρὶν τὴν ἀνατολὴ
ὅπως λέγει καὶ ἡ Η΄ ᾨδὴ
τοῦ Ἠσαΐου «ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζει τὸ πνεῦμά μου πρὸς σὲ ὁ Θεός, ὅτι φῶς τὰ
προστάγματά σου ἐπὶ τῆς γῆς» (Ησαΐου 26, 9Α΄). Μετὰ τὸ «Θεὸς Κύριος...», ψάλλονται
τὰ Ἀπολυτίκια τῆς ἑορτῆς ἢ τῶν Ἁγίων τῆς ἡμέρας. Παλαιοτέρα ὅμως δὲν εἴχαν ὅλοι
οἱ Ἅγιοι Ἀπολυτίκια, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ψαλλόταν τὸ «Θεὸς Κύριος...», ἀλλὰ τὸ «Ἀλληλούϊα»
μὲ στίχους ἀπὸ τὴν ᾠδὴ τοῦ Ἠσαΐου «ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζει τὸ πνεῦμά μου πρὸς Σέ, ὁ
Θεός». Καὶ μετὰ τὸ «Ἀλληλούϊα» ψάλλονταν τρία Τριαδικὰ τροπάρια σύμφωνα μὲ τὸν ἦχο
τῆς Ἑβδομάδος. Σήμερα ὅμως γιὰ ὅλους σχεδὸν τοὺς Ἁγίους ἔχουμε Ἀπολυτίκιο, καὶ
γι᾿ αὐτὸ τὸ «Ἀλληλούϊα», ἔχει σχεδὸν ἀντικατασταθεῖ ἐξ ὁλοκλήρου ἀπὸ τὸ «Θεὸς
Κύριος».
Ὡστόσο ὑπάρχει
μία περίοδος τοῦ
ἔτους,
ποὺ οἱ
μέρες της εἶναι
«ἄμνημοι»,
γιατὶ δὲν ἑορτάζουμε
τὶς ἡμέρες
αὐτὲς
μνῆμες Ἁγίων. Ἡ περίοδος αὐτὴ εἶναι ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Τὶς
καθημερινὲς τῆς
Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς,
ἐπειδὴ
ἀκριβῶς σ᾽ αὐτὲς δὲν ἑορτάζουμε Ἁγίους, δὲν ψάλλουμε τὸ «Θεός
Κύριος...», ἀλλὰ
τὸ «Ἀλληλούϊα»,
ὅπως
παλαιά. Σ᾽ αὐτές τὶς Ἀκολουθίες, μετὰ τὸν Ἑξάψαλμο, ἀκοῦμε νὰ ψάλλεται τὸ «Ἀλληλούϊα» μὲ στίχους ἀπὸ τὴν ᾠδὴ τοῦ Ἠσαΐου «ἐκ νυκτός ὀρθρίζει τό πνεῦμα μου...».
Στὴν ἀρχὴ κιόλας τοῦ Ὄρθρου, ἔχουμε μία ἀπότομη ἀλλαγή. Ἀλλαγὴ ἀπὸ τὸ σκοτάδι στὸ φῶς καὶ ἀπὸ τὴν κατανυκτικὴ ἀτμόσφαιρα τοῦ Ἑξαψάλμου σὲ χαροποιὸ ἀτμόσφαιρα τῆς ἀναμονῆς τοῦ
Νυμφίου Χριστοῦ. Ἀς φανταστοῦμε
τὴν νύμφη, ποὺ περίμενε μὲ ἀγωνία
τὸν νυμφίο της. Καὶ ὅταν
ἐπιτέλους φαίνεται ὁ
νυμφίος, αὐτὴ μεταπηδᾶ
ἀπό τὴν
ἀγωνία
στὴν χαρά. Αὐτὸ
ἀκριβῶς ἀποτυπώνεται στὸ σημεῖο αὐτὸ τῆς Ἀκολουθίας τοῦ Ὄρθρου. Οἱ ψυχὲς μὲ τὴν ἀνάγνωση τοῦ Ἑξαψάλμου, στὸ μέσον τῆς νύχτας τῆς ἁμαρτίας, ἀναμένουν τὸν
Μεσσία, τὸν ὡραῖο Νυμφίο, τὸν Χριστό. Ἀναμένουν
στενάζοντες. Ἔρχεται
ὁ
Νυμφίος! «Ἐπέφανεν
ἡμῖν!», «Ἰδού, ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἐν
τῷ μέσῳ τῆς νυκτός, καὶ μακάριος ὁ δοῦλος, ὅν εὑρήσει γρηγορούντα. Ἀνάξιος δὲ
πάλιν ὅν εὑρήσει ῥαθυμούντα. Βλέπε οὖν, ψυχὴ μου, μὴ τῷ ὕπνῳ κατενεχθῆς, ἵνα μὴ
τῷ θανάτῳ παραδοθῆς καὶ τῆς βασιλείας ἔξω κλεισθῆς. Ἀλλὰ ἀνάνηψον κράζουσα· Ἅγιος,
Ἅγιος, Ἅγιος εἶ ὁ Θεὸς ἡμῶν, διὰ τῆς Θεοτόκου ἐλέησον ἡμᾶς».
Οἱ στίχοι
παραπέμπουν σὲ δύο παραβολές, δηλ. ἱστορίες μὲ κάποιο βαθύτερο νόημα ποὺ εἶπε ὁ
Χριστός. Ἡ πρώτη φράση προέρχεται ἀπὸ τὴν παραβολὴ τῶν δέκα παρθένων (κατὰ
Ματθαῖον, κεφ. 25, στίχοι 1-13). Λέει ὅτι δέκα κορίτσια εἴχαν βγεῖ νὰ
προϋπαντήσουν τὸ γαμπρὸ σὲ κάποιο γάμο. Ὅμως ἐκεῖνος ἄργησε καὶ ἀποκοιμήθηκαν.
Τὰ μεσάνυχτα ἀκούστηκε φωνή: «Ἰδού, ὁ Νυμφίος ἔρχεται!». Οἱ κοπέλες ξύπνησαν,
ἀλλὰ «οἱ λαμπάδες τοὺς», τὰ λυχνάρια τοὺς δηλ. ἔσβηναν. Οἱ πέντε ἀπ’ αὐτὲς (οἱ
«φρόνιμες» δηλ. οἱ συνετὲς) εἴχαν μαζὶ τοὺς λάδι καὶ ἀνανέωσαν τὴ φλόγα, ἀλλὰ
οἱ ἄλλες πέντε (οἱ «μωρὲς» δηλ. ἐπιπόλαιες) δὲν εἴχαν. Ἔτσι, μέχρι νὰ βροὺν νὰ
ἀγοράσουν, ὁ γαμπρὸς μπῆκε στὸ σπίτι τοῦ γάμου, ἔκλεισε ἡ πόρτα κὶ ἔμειναν ἀπ’
ἔξω. Ὁ γαμπρὸς τῆς παραβολῆς συμβολίζει τὸν Χριστό, ποὺ ὅλοι περιμένουμε τὴ Δευτέρα
Παρουσία Τοῦ, ἀλλὰ αὐτὴ καθυστερεῖ. Θὰ ἔρθει ξαφνικὰ («μέσα στὴ νύχτα») καὶ
τότε κάποιοι θὰ εἶναι ἕτοιμοι νὰ ἐμφανιστοὺν μπροστὰ Τοῦ, ἐνῶ κάποιοι ἄλλοι θὰ
εἶναι ἀνέτοιμοι (ἐπειδὴ φέρθηκαν ἀπερίσκεπτα καὶ δὲ φρόντισαν νὰ καθαρίσουν τὴν
καρδία τοὺς) καὶ θὰ μείνουν ἔξω ἀπὸ «τὸν γάμο», δηλ. τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ἡ δεύτερη
παραβολὴ (κατὰ Λουκᾶν, κεφ. 12, στίχοι 36-46) μιλάει για κάποιους δούλους, ποὺ
περιμένουν τὸν κύριό τους νὰ ἐπιστρέψει ἀπὸ γάμο. Καλότυχος, λέει ὁ Ἰησοῦς,
ἐκεῖνος ὁ δοῦλος, ποὺ ὁ κύριος θὰ τὸν βρεὶ σὲ ἐπιφυλακὴ νὰ Τὸν περιμένει, ἐνῶ
ἀλίμονο σ’ ἐκεῖνον ποὺ θὰ σκεφτεῖ «ἀργεῖ ὁ κύριος» καὶ θ’ ἀρχίσει νὰ
μεθοκοπάει, νὰ δέρνει καὶ νὰ καταπιέζει τοὺς ἄλλους δούλους. Κὶ αὐτὴ ἡ παραβολὴ
δηλώνει ὅτι ὁ Χριστὸς θὰ ἐπιστρέψει «ὡς κλέπτης ἐν νυκτί», σὲ στιγμὴ ποὺ κανεὶς
δὲ θὰ Τὸν περιμένει. Ἐννοεῖται ὅτι ἡ στιγμή, γιὰ τὴν ὁποία ὁ καθένας πρέπει νὰ
εἶναι ἕτοιμος, εἶναι ἡ στιγμὴ τοῦ θανάτου μας, ποὺ πιθανότατα θὰ προηγηθεῖ τῆς
Δευτέρας Παρουσίας καὶ εἶναι οὐσιαστικὰ ἡ στιγμὴ τῆς κρίσης μας μπροστὰ στὸν Θεό.
Ἂς εἴμαστε ἕτοιμοι, ἔχοντας καθαρίσει τὴν καρδία μας ἀπὸ τὰ ἐλαττώματά που μας
ἐμποδίζουν να ἀγαπήσουμε τὸ Θεὸ καὶ τὸν πλησίον μας.
Αὐτὸ
ἀκριβῶς εἶναι καὶ τὸ νόημα τοῦ τροπαρίου. Ὁ ποιητὴς καλεῖ τὴν ἴδια τὴν ψυχὴ τοῦ
να μετανοήσει καὶ νὰ ἀφεθεῖ στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, ζητώντας τὴ βοήθειά Του μέσῳ
τῆς Θεοτόκου, τῶν ἁγίων καὶ τῶν φωτεινῶν ἀγγέλων (ἡ τελευταῖα φράση ψάλλεται μὲ
ὅλες αὐτὲς τὶς παραλλαγές). Τὸ τριπλὸ «Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος» εἶναι ἀπὸ τὸν ὕμνο
τοῦ ἀγγελικοῦ Τάγματος τῶν Σεραφεὶμ ποὺ ἄκουσε ὁ προφήτης Ἠσαΐας (Ἠσαΐας, κεφ.
6) καὶ ἀναφέρεται στὴν Ἁγία Τριάδα.
( από την εκδήλωση " ΄Ύμνοι από την Αγία και Μεγάλη Εβδομάδα (27-04-2013) ΄΄ που διοργάνωσε ο Σύνδεσμος Ιεροψαλτών Άρτης ΄΄ Η Αγία Θεοδώρα ¨ )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου